-
1 δύο
δύο [pron. full] [ῠ], also [full] δύω in [dialect] Ep., Eleg. and late, SIG1231 (Nicomedia, iii/ iv A. D.), not in [dialect] Ion. Inscrr. nor in Trag. ( δύο ῥοπάς shd. be read in E.Hel. 1090), nor in [dialect] Att. Prose or Inscrr.: [dialect] Lacon. acc.Aδύε IG5(1).1
; Thess. fem. δύας ib.9(2).517: gen. and dat.δυοῖν Hp.Vict.1.3
, but f.l. in Hdt.1.11,91 [used as monos. in S.OT 640, cf. δώδεκα for δυώδ-]; later [dialect] Att. also δυεῖν (esp. in fem. gen.) found in codd. of E.El. 536, cited fr. Th. by Ael.Dion.(?) Fr. 372, cf. 1.20 (cod. Laur.); [dialect] Boeot.δουῖν Corinn.Supp.2.54
; laterδυσί, δυσὶν ἡμέραις Th.8.101
codd., δυσὶν ἡμέρῃσι v.l. in Hp.Acut.(Sp.) 67;δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς Arist.Pol. 1287b27
, cf.Men.699, SIG344.26 (Teos, iv B.C.), etc.: early [dialect] Att. Inscrr. haveδυοῖν IG12.3.10
, al., later , IG22.463.78, al., from cent. iii on δυσί ib.1028.27, al.; [dialect] Ion. gen. ([place name] Chios), Hdt.1.94, 130, etc., dat. δυοῖσι ib. 32,7.104; δυῶν also [dialect] Dor., Leg.Gort.1.40, Tab.Heracl.1.139;δυοῖς Leg.Gort.7.46
.— Used indecl., like ἄμφω, by Hom. (who has no gen. or dat. δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Il.10.253
;δύω κανόνεσσι 13.407
, etc.; so in Hdt. and [dialect] Att.,δύο νεῶν Hdt.8.82
;δύο ζεύγεσι Id.3.130
;δύο νεῶν Th.3.89
;δύο πλέθρων X.An.3.4.9
; with dual, δύο μναῖν dub. l. Id.Mem. 2.5.2; but not in Trag. and rare in Com.,ἔτεσιν δύο Alex.105
;δὔ ἔτεσιν Damox.2.3
: not in [dialect] Att. Inscrr. before the Roman period, IG3.1443, al.:— two, Il.1.16, etc.; in Hom., δύο and δύω are sts. joined with plural Nouns,δύο δ' ἄνδρες 18.498
, al.; also in Trag.,δύο κριούς S.Aj. 237
(lyr.); in [dialect] Att. Prose,δύο τέχνας Pl.Grg. 464b
; but δυοῖν is rare with plural Nouns,ὀρθοστάταις δυοῖν IG2.1054.64
; ἕνα καὶ δύο one or two, a few, Il.2.346;δὔ ἢ τρεῖς Ar. Pax 829
, cf. X.HG 3.5.20; εἰς δύο two and two, Id.Cyr.7.5.17; σὺν δύο two together, Il. 10.224, Hdt.4.66; δύο ποιεῖν τὴν πόλιν to split the state into two, divide it, Arist.Pol. 1310a4.
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… … Dictionary of Greek
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek